...διάφορες


ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΕΣ...

 


Σ’ αγαπώ ως αγαπά

ο γάιδαρος τα χόρτα
η γάτα τα γατάκια της
κι ο πετεινός τη κότα.


Να κάτεχα να τραγουδώ

να παίζω και τη λύρα
να δεις πως την κατέβαζα
στον ποταμό τη χήρα



Ένας λεβέντης στρατηγός

γνώρισε μια κυρία
όμως εκείνη εγνώριζε
όλη τη Μεραρχία!



Ανάμεσα στα μπούτια σου

χορτάρι (εί)ναι φυτρωμένο
να φέρω τ' αλογάκι μου
να βόσκει το καημένο;



Όταν σε πρώτ’ αντίκρισα

έχασα το μυαλό μου
κι αμέσως κάτι σκίρτησε
μέσα στο σώβρακο μου



Μου επιτρέπεις κοπελιά,

να κάτσω από μπρος σου

να βάλω το σκυλάκι μου
να πιάσει το λαγό σου;



Όσες φορές σε φίλησα

να 'χα πενηνταράκια
θ' αγόραζα στη Μεσσαρά
τρακόσα μουρελάκια



Ωσάν το ψεύτη βουλευτή

ψευτιές μου κοπανίζεις
Αν μ’ αγαπάς ή με μισείς,
δεν μου ξεκαθαρίζεις.



Ο βήχας και ο έρωτας

μοιάζουν κι οι δυο σε κάτι
Βρίσκουν κι οι δυο τη γιατρειά
σε ένα ζεστό κρεβάτι.



Σύντεκνε, σκοτεινά ‘τανε

και τη σαμιά δεν είδα
Μα απίτι (αφότου) την εγνώρισα,
μόνο σαράντα πήρα!



Μια κοπελιά μ' απάντηξε

και μ' είπε νε μουσκάρι
μακάρι η κακορίζικη
να μπόριε να με πάρει.



Στο τέσσερα επί τέσσερα

θα βάλω παραπέτι
Όντε θα κάνω τσακπινιές
ο σκύλος να μη πέφτει




Αν θες να κάνεις δίαιτα

και να ‘χεις σιλουέτα
άμε στην πλαζ την Κυριακή
να σιχαθείς το κρέας



Με όλη μου την όρεξη

πήγα στο πανηγύρι
Κι άνθρωπος δεν εβρέθηκε
να μ’ έχει μουσαφίρη!



Εμίλησε
κι ο γάιδαρος
από το πέρα αχύρι
που δε του βάλανε ταγί (παχνί)
του μαυροκακομοίρη.



Σαν αποθάνω βάλτε μου

τη μηχανή στο μνήμα
μα να τη στέσετε καλά
να μη χυθεί βενζίνα



Βασιλικό κι αρισμαρί

δε βάνω μπλιό στ' αυτιά μου,
γιατί μου την παντρεύουνε
την αγαπητικιά μου.



Δε πα να την παντρεύουνε,

οι διπλοκερατάδες,
οπέρσι την εγλέντουνα
πέντ-έξι εβδομάδες



Τι να τα κάνω τα λεφτά

και τα ωραία ρούχα
αφού τα ζάρωσε ο Θεός
τα πράγματα απού ‘χα.



Εσύ, μικρή μου, έβαλες

σκοπό να με τρελάνεις
Μ’ αυτά τα σκέρτσα τα πολλά,
τα κουνιστά που κάνεις



Θυμάσαι (α)που κάναμε

αστεία για να γελούμε
Ε αυτά τ’ αστεία γίνανε
πληγές και τώρα με πονούνε.
 

                            
ΓΙΑ ΚΙΝΗΤΑ ΚΑΙ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ
...

Paragraph.

                                  
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ...

 


Τύχη μου, άκαρπο δεντρί,

και γιάντα σε ποτίζω,
Αφού να δέσεις τον καρπό
ποτέ μου δεν ελπίζω


Όταν ‘ποθάνω η ψυχή

από δίκη θα περάσει
Πιστεύω το, πως ο θεός
και κει θα με δικάσει



Σε απόσταση αναπνοής

με τη χαρά να σμίξω
δεν θα μ’ αφήσει η μοίρα μου
ποτέ να την αγγίξω



Τη γέφυρα του στεναγμού

την έχεις περασμένη
Μα τι μ’ αυτό που έχουνε
και δεύτερη χτισμένη



Ποτέ δεν γνώρισα χαρά,

χαρά δεν περιμένω
μοιάζω σαν να ‘μαι του καιρού
πουλί κυνηγημένο



Ψάχνω να βρω μια άτυχη,

πιο άτυχη από μένα
να μοιραστούμε τα κακά,
της τύχης τα γραμμένα.



Τίνος να πω τον πόνο μου

όχι για να με νοιώσει
μόνο δυο λόγια να μου πει
κουράγιο να μου δώσει



Επέρασα
από τη ζωή,
μα δεν επήρα πράμα
εκτός από τα βάσανα
τσι πίκρες και το κλάμα



Σαν την απομονωμένη εκκλησιά

που δεν την λειτουργούνε
Ετσά ‘ναι και κείνος π΄ αγαπά
και δεν τον αγαπούνε.



Ζωή σαν τη ζωή που ζω

άνθρωπος να μη ζήσει
και σαν εμένα άτυχο
μάνα να μη γεννήσει



Εκόψανέ
μου τα φτερά
και δεν μπορώ να πετάξω
και μέρα νύκτα κάθομαι
και βαριαναστενάζω.



Τση
μοναξιάς μου το μπαξέ
φύτεψα την ελπίδα
Και την ποτίζω δάκρυα
μέχρι να βγάλει φύλλα.



Αμα
μοιράζει χάρες ο θεός
είμαι σε ξένους τόπους
Κι όταν μοιράζει βάσανα
είναι από τους πρώτους



Έχω τη μοίρα και χτυπά,

χτύπα και συ από πάνω
Μα εγώ έχω μάθει στη ζωή
υπομονή να κάνω.



Πάντα θα στέκω όρθιο,

όσο κι αν παιδεύει η μοίρα
Και θα νικήσω ή θα χαθώ,
απόφαση το πήρα.



Λένε πολλοί πως τις πληγές

ο χρόνος τις γιατρεύει
Μα εμένα αποκάτεψε
κι όλο χειροτερεύει.



Σκληρά η μοίρα με χτυπά,

μα δεν αλλάζω στάση
Θα την αφήνω να χτυπά,
ίσαμε να χορτάσει.



Με ένα μπουκάλι τσικουδιά

και μάλμπορο τσιγάρα
Καπνίζω, πίνω να ξεχνώ
τα μαύρα μου τα χάλια

                                         
ΛΥΠΗΣ...

 


Είναι ένα όνειρο η ζωή,

η δόξα ένα τραγούδι,
ένα μεθύσι η νιότη μας
και η αγάπη ένα λουλούδι


Προσωρινή 'ναι η ζωή

και πρέπει να σκεφτούμε,
ότι δεν είναι δίκαιο καρδιές
να τυραννούμε



Μηδέν του κόσμου άπαντα

μηδέν του ανθρώπου ο βίος
από το μηδέν ως το μηδέν
παλεύουμε αιωνίως



Κανείς την ψεύτρα αυτή ζωή

δε θέλει να τη χάσει,
όσους καημούς και βάσανα
και πίκρες αν περάσει.



Τα πάντα περνούν και χάνονται

στου χρόνου τη πορεία
ένα μονάχα δεν περνά,
η ειλικρινή φιλία



Σαν αγαπιούνται δυο καρδιές,

πολλές χαρές θωρούνε,
τσι πίκρες και τα βάσανα
με θάρρος ξεπερνούνε.



Να μη ζητάς απ' τη ζωή πλούτη,

για να σου δώσει,
να τση ζητήσεις μια καρδιά

που δε θα σε προδώσει.
 

                                     
 ΧΩΡΙΣΜΟΥ...

 


Ο χωρισμός κι ο θάνατος
έχουν την ίδια αξία

Μόνο που εις το χωρισμό
δεν γίνεται κηδεία


Δυο λόγια μόνο θα σου πω
πριν φύγεις και μ' αφήσεις,

σκέψου πως είναι δύσκολο
φωλιά να ξαναχτίσεις.



Ξέχασες πως στον πόνο σου
μαζί και 'γώ πονούσα,

και στη δική σου τη χαρά
μαζί σου εγελούσα.



Κάμε λογαριασμό και βρες
 χαρές που σου 'χω δώσει

κι αναλογίσου ύστερα
πως τσι 'χεις ξεπληρώσει.



Για όλες τσ' αμαρτίες σου
κάποτε θα πληρώσεις

και μη θαρρείς πως του Θεού
μπορείς να του γλιτώσεις.



Μη λησμονάς πως έγερνες
μέσα στην αγκαλιά μου

κι εγροίκας απ' τα στήθια μου
τσι
χτύπους τση καρδιάς μου.



Σαν το μεταξωτό πανί
ήταν τα δυο σου χέρια,

μα 'δα γινήκανε σπαθιά
και δίκοπα μαχαίρια.



Γιάντα
τα μάθια σου τα δυο
κ' η τόση ομορφιά σου,

δεν έχουνε συγγένεια
ψεύτρα με την καρδιά σου.



Δυο περιστέρια όμορφα
παίζανε στην αυλή μου,

θυμήθηκα τα χάδια σου
και ράισε η ψυχή μου.



Νερό δε σβήνει τη φωθιά
π' άναψες στο κορμί μου,

πάνω στα χέρια σου κρατάς
θάνατο και ζωή μου.



Τέθοια
πληγή που μ' άνοιξες
άλλη καμιά δεν είδα,

κανένας δεν την είδενε
και να μου δώσει ελπίδα.



Με συντροφιά τα βάσανα
που μου 'δωκες θα ζήσω,

κάτι από σένα 'ναι κι αυτά
γι' αυτό θα τα κρατήσω.



Δεν παίρνει πράμα ο άνθρωπος
μαζί του όταν φεύγει

κι αυτός τον κόσμο όσο ζει
να καταπιεί γυρεύει.



Πιο εύκολο μου φαίνεται
τη θάλασσα ν’ αδειάσω

να την πετάξω στη στεριά
παρά να σε ξεχάσω.


 



Βρίσκω αθάνατο νερό
να πιω να μη ποθάνω

μ' αφού δε πίνεις ούτε εσύ,
ιντα θα ζω να κάνω.



Όταν θα νοιώσεις ίντα θα πει
αγάπη και πονέσεις

όλες τις τρέλες πού ‘κανα
θα
μου τις συγχωρέσεις.



Ρακί, κρασί δεν έπινα 
π
ροτού να σε γνωρίσω,

τώρα τα πίνω και τα δυο,
για να σε λησμονήσω.
 

                            
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ...

 


Βρήκες καιρό, αρμένιζε,
καιρό μην περιμένεις,

γιατί ο καιρός τα πράγματα
δεν ξέρεις πως τα φέρνει.


 


Δεν είναι ο έρωτας ανθός,
μαζί του για να παίξεις,

μόνο είναι βάτος κι αγκαθιές
κι αλλοίμονο σου αν μπλέξεις.



Η υπομονή στον άνθρωπο,
αν έχει νου και χάρη,

πουλιέται κι αγοράζεται
με το μαργαριτάρι.


 



Μην βασιστείς στο φίλο σου
και πεις το μυστικό σου,

γιατί σε φίλο θα το πει
και θα βγει σε κακό σου.



Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά
και θα σου γείρει ο κλώνος

και θα σου φύγει το πουλί
και θα σου μείνει ο πόνος.



Όταν περνάς το βίο σου,
με το να ακούς τους άλλους,

τα αυτιά σου μεγαλώνουνε
και κάνουνε και κάλους.


 



Ο γάτος κι ο καλόγερος
πολυαγαπούν το ψάρι

κι η παντρεμένη το φιλί
κι λεύτερη το χάδι.



Ο λύκος κι αν εγέρασε
κι άλλαξε το μαλλί του,

μήδε την γνώμη άλλαξε
μήδε
την κεφαλή του.



Ο Γρηγόρης εγρηγόρα
κι ο Μελέτης εμελέτα ,

και επήρεν ο Γρηγόρης
του Μελέτη τη γυναίκα



Με τα λεφτά ένα μερακλή

ποτέ δεν αγοράζεις
με μια δεκάρα κάλπικη
χίλιους ρουφιάνους βγάζεις



Καλοχαιρέτα
τους πεζούς
όταν καβαλικεύεις
Για να σε χαιρετούν κι αυτοί
όταν ξεκαβαλικεύεις.



Ποτέ σου μη περιφρονείς

τα κάτω σκαλοπάτια
γιατί σ’ αυτά πρωτοπατείς
και φτάνεις στα παλάτια



Ανάθεμα τη λογική που

δε μου επιτρέπει
και μου φωνάζει μια ζωή
όχι γιατί δεν πρέπει



Καλοχαιρέτα
όταν πεζούς
οντέ καβαλικέψεις,
για να σε χαιρετούν κι αυτοί
οντέ θα ξεπεζέψεις,



Στον άντρα δεν είναι άσχημο

να αγαπά και δέκα
ασχημο είναι ν΄αγαπά
δυο άντρες μια γυναίκα
 


Όποιος γρικά στα λόγια σου

δεν ξέρει ίντα γυρεύει
στη θάλασσα πιάνει λαγούς
και στο βουνό ψαρεύει

                                                                                  
                                                                                   Αρχική σελίδα